μεταδρομή

μεταδρομή
μεταδρομή, ἡ (Α)
1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.)
2. αλλαγή πορείας
3. τρέξιμο πάνω κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + δρομή (πρβλ. -δραμ-ον, αόρ. β' τού τρέχω), πρβλ. δια-δρομή, επι-δρομή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταδρομή — pursuit fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδρομαῖς — μεταδρομή pursuit fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδρομαί — μεταδρομή pursuit fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδρομῆς — μεταδρομή pursuit fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδρομήν — μεταδρομή pursuit fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδρομάδην — (Α) επίρρ. με καταδίωξη, τρέχοντας από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταδρομή + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”